- δυσόσμου
- δύσοσμοςill-smellingmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek
μοφέττα — η 1. (μεταλλευτ.) έκλυση δηλη τηριώδους ή ασφυκτικού δύσοσμου αερίου στις υπόγειες εργασίες τών μεταλλείων, όπως είναι το υδρόθειο και το μεθάνιο 2. γεωλ. α) φουμαρόλη, ηφαιστειακή έκλυση αερίων η οποία έχει θερμοκρασία χαμηλότερη τού σημείου… … Dictionary of Greek
οσμιδρωσία — και οσμίδρωση, η έκκριση δύσοσμου ιδρώτα, αλλ. βρωμιδρωσία ή κακιδρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmidrosis < οσμή + ίδρωση (< ιδρώνω). Η λ., στον λόγιο τ. οσμίδρωσις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ραδινάκη — ἡ, Α ονομασία ενός είδους μαύρου δύσοσμου πετρελαίου το οποίο αντλούσαν στην Αρδέρικκα, περιοχή που βρισκόταν κοντά στα Σούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
k̂ū̆dh- — k̂ū̆dh English meaning: dirt Deutsche Übersetzung: “Mist, Kot”?? Material: Gk. ὑσ κυθά ὑὸς ἀφόδευμα Hes., κυθώδεος δυσόσμου Hes., κυθνόν “σπέρμα” Hes.; Lith. šu das, Ltv. sūds “crap, muck, ordure”. References: WP. I 467.… … Proto-Indo-European etymological dictionary